Η ψυχολογία της παραλίας

ψυχολογία-παραλίας.jpg

Ακόμα και για τους Αγγλοσάξωνες, αυτό που μετράει στη ζωή είναι τα τρία “s”: sea, sun and sex (θάλασσα, ήλιος και σεξ). Αυτά τα τρία στοιχεία αφθονούν στη χώρα μας, γοητεύοντας Έλληνες και ξένους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους προτιμούν τις διακοπές στη θάλασσα απ’ οπουδήποτε αλλού.

Ο λόγος; Οι θαλάσσιες διακοπές μάς μεταφέρουν στη σφαίρα του ονείρου. Πάμε στις ακρογιαλιές για να ικανοποιήσουμε την επιθυμία μας για παιχνίδι σε όλα τα επίπεδα: από την καθαρή διασκέδαση μέχρι το φλερτ. Η καλοκαιρινή έξοδος δεν είναι λοιπόν μια απλή απομάκρυνση από τις πόλεις αλλά μια φυγή από την καθημερινότητα, ένα είδος μαζικής ψυχοθεραπείας. Η παραλία μάς βοηθά να ικανοποιούμε τις ανάγκες εκείνες που συνήθως παραμελούμε στην πόλη. Στη θάλασσα κάνουμε πιο συχνά έρωτα -το αποδεικνύει το υψηλό ποσοστό γεννήσεων μεταξύ τέλους Μαρτίου και Μαΐου, εννέα μήνες μετά τις καλοκαιρινές διακοπές- ντυνόμαστε συνήθως πιο πρόχειρα και τρώμε μάλλον περισσότερο, επιτρέποντας στον εαυτό μας ν’ απολαύσει ακόμα και φαγητά που θεωρούμε απαγορευμένα όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Επιπλέον, μας προσφέρεται η δυνατότητα να ξεφύγουμε απ’ όλες τις συνηθισμένες καθημερινές μας υποχρεώσεις. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι οι λιγότερο πρόθυμοι να περάσουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους μακριά από τις πλαζ είναι -σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία- οι έμποροι και οι εργάτες, οι οποίοι έχουν πιο αυστηρά ωράρια.

Τυπικό γνώρισμα των διακοπών είναι η ψευδαίσθηση ότι λειτουργούμε εκτός χρόνου, χωρίς το άγχος του. Αυτό οφείλεται στην καταστρατήγηση των επιβεβλημένων κοινωνικών ρυθμών. Η ώρα του φαγητού και του ύπνου δεν είναι προκαθορισμένη, οι υποχρεώσεις αλλάζουν, στην πλαζ απευθυνόμαστε στον ενικό στους διπλανούς μας, κάτω από την ομπρέλα, σαν να ήμαστε φίλοι από χρόνια. Επίσης στην παραλία οι σχέσεις ισχύος μεταβάλλονται. Δεν έχει πια σημασία το επάγγελμα ή, ως ένα βαθμό, το εισόδημά μας. Οι αξίες που οδηγούν σε κοινωνική αναγνώριση είναι άλλες, όπως, για παράδειγμα, η ικανότητα να κάνουμε γουιντ-σέρφινγκ, να κολυμπάμε καλά ή να χορεύουμε όμορφα. Ίσως γι’ αυτό όσοι επιλέγουν τη θάλασσα για να παραθερίσουν είναι νεότεροι (τριάντα πέντε χρονών, κατά μέσο όρο) από τους φίλους του βουνού (σαράντα πέντε χρονών). Η διαφορά αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις προτιμήσεις των εικοσάρηδων, οι οποίοι σαφώς προτιμούν τις ελληνικές ακτές και τα νησιά από τις διακοπές στο βουνό. Είναι κι αυτό ένα είδος εξάρτησης στη χώρα των ατέλειωτων, μαγευτικών ακτών. Όμως πίσω από την προτίμηση για τη θάλασσα κρύβονται και βαθύτεροι λόγοι. Για παράδειγμα, η έλξη για το νερό προέρχεται από τη γλυκιά, υποσυνείδητη, ανάμνηση των εννέα μηνών που ζήσαμε ως έμβρυα μέσα στο αμνιακό υγρό της μητέρας μας. Πράγματι, νεογέννητα και μωρά μερικών μηνών δε φοβούνται όταν πέσουν σε μια πισίνα κι αρχίζουν να κολυμπούν ενστικτωδώς. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, καθώς και άλλων ενδείξεων -όπως η απώλεια του τριχώματος και η παρουσία υποδόριου λίπους-, ορισμένοι παλαιοντολόγοι υποστηρίζουν ότι πριν από δέκα εκατομμύρια χρόνια το ανθρώπινο είδος πέρασε μια περίοδο υδρόβιας ύπαρξης. Πηγαίνοντας όμως διακοπές δεν προσαρμοζόμαστε αμέσως στους ρυθμούς της παραλίας. Τις πρώτες μέρες περνάμε μια φάση προσαρμογής, κατά την οποία είμαστε ακόμα ο τάδε μηχανικός ή ο δείνα φοιτητής, διατηρούμε δηλαδή ακόμα τη συνήθη ταυτότητά μας και δεν έχουμε ακόμα μεταμορφωθεί σε παραθεριστές. Η διάρκεια αυτής της φάσης ποικίλλει από μερικές ώρες μέχρι και αρκετές μέρες, ανάλογα με το άτομο. Αυτός είναι και ο λόγος που οι καλοκαιρινές διακοπές πρέπει πάντα να διαρκούν τουλάχιστον δύο βδομάδες, προκειμένου να χαλαρώσουμε πραγματικά. Ακόμα και στη διάσταση του ονείρου απαιτείται κάποιος χρόνος προσαρμογής.

Παραλία; Μάλλον πολυκατοικία χωρίς τοίχους…

Αναμφίβολα, η κοινότητα της παραλίας έχει τους δικούς της άγραφους νόμους. Όλοι τούς γνωρίζουν και λίγο πολύ τους σέβονται. Κάτω από την ομπρέλα του ήλιου συμπεριφερόμαστε σαν να βρισκόμαστε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς τοίχους. Από τη μια, σκεφτόμαστε πώς να οργανώσουμε καλύτερα τη μέρα μας, ανεξάρτητα από τους άλλους λουόμενους. Από την άλλη, υποβαλλόμαστε σε διαρκή κοινωνικό έλεγχο από τους γείτονες, τα άτομα στις διπλανές ξαπλώστρες. Τις πρώτες μέρες των διακοπών η πλαζ θυμίζει εστιατόριο. Ο καθένας κάθεται στη θέση του και μιλάει μόνο με τους “συνδαιτυμόνες” του, ακόμα κι αν η “αίθουσα” είναι γεμάτη κόσμο. Σιγά σιγά όμως η πλαζ μεταμορφώνεται. Δημιουργούνται φιλίες και αντιπάθειες κι έτσι μπαίνουμε στη… λογική της πολυκατοικίας. Αισθανόμαστε μέλη ενός ευρύτερου συνόλου το οποίο οριοθετείται από τις μπλε και πράσινες ομπρέλες της συγκεκριμένης “οργανωμένης” παραλίας. Να γιατί υπάρχουν πολλοί λουόμενοι πιστοί σε μια συγκεκριμένη παραλία. Μερικές τέτοιες κοινότητες είναι τόσο καλά δομημένες, ώστε κάθε καλοκαίρι μαζεύονται οι ίδιοι άνθρωποι εδώ και είκοσι, τριάντα ή ακόμα και σαράντα χρόνια.

Οι ψάθες μιλούν

Μερικοί ανθρωπολόγοι παρομοιάζουν την παραλία με κοινωνική μεμβράνη η οποία σπάει μόνο όταν η ομάδα χωρίζεται. Ένα από τα χαρακτηριστικά της ζωής στην παραλία είναι πράγματι η αυστηρή περιχαράκωση του χώρου. Φτάνοντας σε μια άδεια αμμουδιά απλώνουμε κάτω ψάθες και πετσέτες. Δημιουργούμε έτσι ένα είδος “κατασκήνωσης” ορατής σε όλους, ώστε να κρατάμε τις δέουσες αποστάσεις, οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα κι αν απομακρυνθούμε από το μέρος μας για να κολυμπήσουμε. Επομένως, όποιος φτάνει αργότερα δημιουργεί αναγκαστικά τη δική του βάση τουλάχιστον ένα μέτρο πιο μακριά. Οι αποστάσεις ανάμεσα στις πετσέτες που απλώνονται στην άμμο έχουν μετρηθεί ακριβώς. Αν μια ομάδα γνωστών μεταξύ τους λουομένων τις απλώσει σε απόσταση 1,25-3 μέτρων, τότε η φιλία τους βρίσκεται μόλις στα πρώτα στάδια. Για πραγματική φιλία μιλάμε μόνο όταν οι ψάθες βρίσκονται σαράντα εκατοστά έως 1,25 μέτρα μακριά. Αν, τέλος, οι πετσέτες είναι η μία δίπλα στην άλλη, τότε οι κάτοχοί τους έχουν πλήρη οικειότητα μεταξύ τους.

Όλοι στη βιτρίνα

Όμως στην πλαζ δεν ασχολούμαστε μόνο με την προστασία της προσωπικής μας περιοχής ή το σεβασμό των “συνόρων” μας με τους γείτονες. Η παραλία θυμίζει σκηνή θεάτρου όπου ο καθένας μας σκηνοθετεί και επιδεικνύει τον εαυτό του. Ορισμένες μελέτες που έγιναν σε σχετικά μικρές παραλίες έδειξαν ότι κάθε φορά που φτάνει ένας νέος παραθεριστής η συμπεριφορά των υπολοίπων αλλάζει ελαφρώς: γελάμε, μιλάμε πιο δυνατά και κινούμαστε πιο γρήγορα. Από την άλλη, και ο νεοφερμένος επίσης κάνει ό,τι μπορεί για να δηλώσει την ταυτότητα, την προσωπικότητα και τη διαθεσιμότητά του. Ο τρόπος που ντύνεται, το πώς περπατά και το μέρος που επιλέγει να καθίσει μας λένε πολλά γι’ αυτόν. Η κρισιμότερη στιγμή της όλης παράστασης παραμένει η είσοδος στο νερό. Οι άντρες που επιδιώκουν να τραβήξουν την προσοχή βουτάνε στο νερό όσο πιο θεαματικά μπορούν κι αρχίζουν να κολυμπούν δυναμικά. Τις γυναίκες τις απασχολεί περισσότερο η έξοδος από τη θάλασσα, αφού σταματούν για λίγο στα τελευταία μέτρα, εκεί που το νερό φτάνει ανάμεσα στους γοφούς και στα γόνατα.

Σήμερα εδώ, αύριο εκεί

Η εικόνα εκείνου που κάθεται και κουβεντιάζει βυθισμένος στην ξαπλώστρα, που κολυμπάει ή κάνει γουιντ-σέρφινγκ με τους ίδιους πάντα φίλους και στο ίδιο μέρος είναι αυτή που ακόμα κυριαρχεί: η κλασική στάση του 60% των Ελλήνων λουομένων. Όμως αυτή η εικόνα τείνει να εκλείψει. Στις μέρες μας οι τουρίστες προτιμούν να περνούν τις διακοπές τους από μερικές μέρες σε διαφορετικά μέρη, να πηγαίνουν δηλαδή στη θάλασσα, στο βουνό, ίσως και σε μια ιστορική πόλη μέσα στο ίδιο καλοκαίρι. Επιπλέον, αλλάζει σταδιακά και η συμπεριφορά των πιο παραδοσιακών παραθεριστών. Περιορίζεται η συνηθισμένη οικογενειακή διασκέδαση που αποβλέπει στην ψυχαγωγία τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων και αυξάνεται η οργανωμένη διασκέδαση σε μεμονωμένα καλοκαιρινά θέρετρα. Η ψυχαγωγία ποικίλλει από το ομαδικό μπιτς βόλεϊ μέχρι το τάβλι. Σε γενικές γραμμές, η κοινωνία της παραλίας τείνει να γίνει όλο και πιο αυτόνομη και να διαφοροποιείται σε τέτοιο σημείο από το περιβάλλον που τη φιλοξενεί, ώστε οι ντόπιοι να την απορρίπτουν. Οι μόνιμοι κάτοικοι ενός παραθαλάσσιου χωριού αντιμετωπίζουν τους επισκέπτες ως καταναλωτές και όχι ως άτομα. Έτσι, συνήθως δεν έχουν καμιά διάθεση να πιάσουν φιλίες “μ’ αυτούς τους ξένους”. Το φαινόμενο της αλλαγής βάρδιας των λουομένων ανάλογα με την ώρα είναι κάτι το συνηθισμένο. Οι κάτοικοι της περιοχής πηγαίνουν πάντα νωρίτερα για ηλιοθεραπεία ή μπάνιο, την ώρα του μεσημεριού ή αργά το βράδυ, όταν η παραλία ξαναγίνεται επιτέλους δική τους.

Σε κοιτώ, δε σε κοιτώ…

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν Ντιντιέ Ιρμπέν όρισε την καλοκαιρινή παραλία ως το “όργιο της όρασης”, μια σχεδόν απεριόριστη δυνατότητα να κοιτάζουμε και να μας κοιτάζουν. Στην αμμουδιά επιτρέπεται να καθίσουμε ή να ντυθούμε με τρόπο -σκεφτείτε το τόπλες- που απαγορεύεται σε οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό πλαίσιο. Η παραλία είναι ένας ουδέτερος χώρος όπου η άμεση οπτική επαφή όχι μόνο δεν παρεξηγείται αλλά είναι μέρος των κανόνων του παιχνιδιού. Επιπλέον, η επιλογή του τόπλες σε μια πλαζ όπου κάτι τέτοιο σπανίζει μπορεί να οφείλεται στην επιθυμία επιβολής των δικών μας επιλογών για λόγους γοήτρου. Αυτό δε σημαίνει ότι στη θάλασσα μπορούμε να κοιτάμε επίμονα οποιοδήποτε σημείο του σώματος των άλλων. Μερικά σημεία παραμένουν ταμπού ακόμα και στην παραλία. Για παράδειγμα, αν το βρεγμένο μαγιό γίνει διαφανές ή υπερβολικά κολλητό προσπαθούμε να καλυφθούμε με τα χέρια ή την πετσέτα. Αυτή η πουριτανική αντίδραση είναι σχεδόν ενστικτώδης. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καταστάσεις όπου εξαλείφεται εντελώς η αίσθηση της ντροπής, γιατί πάντα έχουμε συναίσθηση του γεγονότος ότι ο άλλος “μας τρώει με τα μάτια”. Φυσικά, το να είμαστε το επίκεντρο της προσοχής μάς διεγείρει. Ταυτόχρονα όμως αναστέλλει την επιθυμία να προβάλουμε το σώμα μας. Έτσι κι αλλιώς, το ανθρώπινο σώμα εκπέμπει από μόνο του σεξουαλικά σήματα. Το στήθος, οι γοφοί και οι γλουτοί (στη γυναίκα), οι τρίχες και οι μυώδεις πλάτες (στον άντρα), προσελκύουν αναπόφευκτα την προσοχή του αντίθετου φύλου.

Το σώμα μας είναι πομπός σεξουαλικών μηνυμάτων

Όλοι το αντιλαμβάνονται αυτό, έστω και υποσυνείδητα, κι έτσι γεννιέται το συναίσθημα της ντροπής που εκφράζεται με διττό και αντιφατικό τρόπο. Από τη μια, υπάρχει η επιθυμία να μην επιτρέψουμε ούτε καν στο βλέμμα του άλλου να “χαϊδέψει” κάποια σημεία του σώματός μας που θεωρούμε πολύ προσωπικά, ενώ, από την άλλη, υπάρχει πάντα ο φόβος να μη διαθέτουμε ένα αρκετά επιθυμητό σώμα. Τα σημεία εκείνα του σώματος που θεωρούμε αυστηρώς προσωπικά και απόκρυφα διαφέρουν ανάλογα με την εποχή, το άτομο, τον πολιτισμό και τις περιστάσεις. Για παράδειγμα, στην Ιαπωνία, οι άντρες και οι γυναίκες κάνουν μαζί μπάνιο γυμνοί στα ξενοδοχεία, αλλά τα βαθιά ντεκολτέ στα γυναικεία ρούχα θεωρούνται ακόμα και σήμερα ανάρμοστα. Το αίσθημα της ντροπής διαφέρει επίσης ανάλογα με το φύλο. Για τους άντρες επικεντρώνεται στα γεννητικά όργανα, κάτι το αναμενόμενο, εφόσον ο μόνος τρόπος για να κρύψουν την ερωτική επιθυμία, η οποία εκδηλώνεται με τη στύση, είναι να καλύψουν την περιοχή αυτή. Οι γυναίκες, αντίθετα, έχουν διάφορα σημεία στο σώμα τους που μπορούν να κρύψουν ή να επιδείξουν ανάλογα με τις επιλογές τους. Το παιχνίδι της απόκρυψης ή αποκάλυψης μερικών ακόμα εκατοστών δέρματος είναι τυπικά γυναικείο και συνδέεται άμεσα με την ερωτική πρόκληση. Το αντιλήφθηκαν ακόμα και οι εταιρείες που πουλάνε μαγιό. Προκειμένου ν’ αντισταθμίσουν το γεγονός ότι με την έλευση του τάνγκα ολόκληρο το σώμα έχει πια αποκαλυφθεί, στράφηκαν σε σχέδια που επιτρέπουν τον πολλαπλασιασμό των προκλητικών κινήσεων που έλκουν τα αρσενικά βλέμματα: ολόσωμα μαγιό που κατεβαίνουν για να κάνουμε ηλιοθεραπεία τόπλες, μπικίνι με φερμουάρ, παρεό που μπορούν να σηκωθούν όσο θέλουμε.

Η συνήθεια να βλέπουμε σχεδόν γυμνά σώματα στις παραλίες επηρέασε και την καθημερινή μόδα, η οποία προτείνει όλο και πιο τολμηρά ντεκολτέ. Επιπλέον, η δύναμη της συνήθειας άλλαξε δραστικά την αίσθηση αιδούς των Ελλήνων. Περίπου το 40% των λουομένων δηλώνει ότι δεν έχει πρόβλημα αν σε μια ερημική παραλία βρεθεί μπροστά σε ένα γυμνό άντρα ή γυναίκα. Κι ενώ το 1983 το ποσοστό εκείνων που ήταν αντίθετοι στο τόπλες σε μια πολυσύχναστη παραλία ήταν 56%, σήμερα έπεσε στο 46%. Η έκταση των “παραβάσεων” ποικίλλει από πλαζ σε πλαζ. Συνήθως τα άτομα με τις ίδιες επιθυμίες καταλήγουν στο ίδιο μέρος. Έτσι, κάποιες παραλίες κατακλύζονται από κόσμο με λίγες αναστολές -όπως, για παράδειγμα, στη Μύκονο-, ενώ σε κάποιες άλλες συχνάζουν μαμάδες με παιδάκια. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η επιλογή γίνεται με αυθόρμητο τρόπο.

focus

Share this post

PinIt
submit to reddit
scroll to top