Οι κορυφαίοι 5 ολλανδοί ζωγράφοι που άφησαν ιστορία

56727_fullimage_zelfportret_frans_hals_kopie.jpg

Μέσα από την wikipedia βρήκαμε τους 5 σπουδαιότερους Ολλανδούς ζωγράφους και σας παρουσιάζουμε τη ζωή και το έργο τους…

1.Ρέμπραντ

Ο Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν (15 Ιουλίου 16064 Οκτωβρίου 1669), γνωστός ευρύτερα ως Ρέμπραντ, ήταν πολύ σημαντικός Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών.

Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο της «χρυσής εποχής» της Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του. Φιλοτέχνησε συνολικά περίπου 400 πίνακες, περισσότερα από 1000 σχέδια ζωγραφικής και περίπου 290 χαρακτικά, αν και μέρος των έργων που αποδίδονται στον Ρέμπραντ –κυρίως έργα ζωγραφικής και σχέδια– αμφισβητείται. Περισσότερο στο πρώιμο και λιγότερο στο ύστερο έργο του, κυριάρχησαν οι προσωπογραφίες, ωστόσο διακρίθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αναπαριστώντας επίσης, τοπιογραφίες, καθώς και ιστορικές, βιβλικές, μυθολογικές ή αλληγορικές σκηνές. Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται στην πορεία του χρόνου από εκτεταμένες και βαθιές αλλαγές στο ύφος του, ένδειξη μίας διαρκούς αναζήτησης. Ακόμη σε κάθε μεμονωμένο έργο ή εκδοχή του, παρατηρούνται συνεχείς μετασχηματισμοί πριν την κατάληξη σε μία τελική εικαστική μορφή.

Γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίας, φοίτησε στο λατινικό σχολείο και στο πανεπιστήμιο της πόλης, ωστόσο πολύ σύντομα στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική, μαθητεύοντας στο πλευρό διακεκριμένων καλλιτεχνών της εποχής, όπως του Γιάκομπ Ίσαακ φαν Σβάνενμπουρχ και αργότερα του Πίτερ Λάστμαν. Ως αυτόνομος ζωγράφος, φιλοτέχνησε τα πρώτα έργα του στο Λέιντεν, στο ίδιο εργαστήριο με τον Γιαν Λίφενς, πριν εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ. Κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διακριθεί, αναλαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες και αποκτώντας μεγάλη φήμη τόσο στην Ολλανδία όσο και διεθνώς. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην πτώχευσή του, παρά το γεγονός πως η φήμη του παρέμεινε σχεδόν ακλόνητη ενόσω ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό του.

Βιογραφία

Ο Ρέμπραντ γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1606 στο Λέιντεν της Ολλανδίας και ήταν το δεύτερο νεότερο από τα παιδιά του Χάρμεν φαν Ράιν (Harmen Gerritsz. van Rijn, π. 1568–1630) και της Κορνηλίας (Νεέλτχεν) φαν Ζόιτμπρουκ (Cornelia (Neeltgen) Willemsdr. van Zuytbrouck, 1568–1640). Ο πατέρας του ήταν μυλωνάς και συνιδιοκτήτης, από το 1589, ενός μύλου που έφερε το επώνυμό του, στην όχθη του Ρήνου, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη εύπορου φούρναρη. Μαζί απέκτησαν δέκα παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν τελικά τα επτά. Κύρια πηγή πληροφοριών για τα νεανικά χρόνια του Ρέμπραντ αποτελεί η βιογραφία του Γιαν Γιάνσον Όρλερς (Jan Janszoon Orlers), γραμμένη το 1641, σύμφωνα με την οποία ο Ρέμπραντ σπούδασε στο λατινικό σχολείο της πόλης, όπου διδάχθηκε λατινικά, ελληνικά, κλασική λογοτεχνία και Ιστορία, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας ειδικεύτηκαν ως τεχνίτες ή έμποροι. Το Μάιο του 1620 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, ωστόσο σύμφωνα με τον Orlers δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του καθώς, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου, ξεκίνησε να εκπαιδεύεται ως ζωγράφος. Αρχικά μαθήτευσε, για τρία χρόνια, στο πλευρό του διακεκριμένου Ολλανδού ζωγράφου Γιάκομπ φαν Σβάνενμπουρχ (Jacob van Swanenburgh, 1571–1638), ο οποίος διέθετε εργαστήριο στο Λέιντεν και είχε εργαστεί στο παρελθόν στην Ιταλία.[13] Δεύτερος δάσκαλος του Ρέμπραντ, για διάστημα έξι μηνών, υπήρξε ο φημισμένος ζωγράφος Πίτερ Λάστμαν, που εργαζόταν στο Άμστερνταμ. Αν και συντομότερη, η μαθητεία του στο εργαστήριο του Λάστμαν θεωρείται πως επέδρασε αποφασιστικά στην εξέλιξη της τεχνοτροπίας του. Η επιλογή του Ρέμπραντ να παραμείνει στην Ολλανδία μπορεί να θεωρηθεί ασυνήθιστη, καθώς ήταν αρκετά διαδεδομένη πρακτική των νέων και φιλόδοξων ζωγράφων να ταξιδεύουν στην Ιταλία. Ο Λάστμαν διακρινόταν κυρίως για τις ιστορικές συνθέσεις του, στα πρότυπα του Ραφαήλ, γεγονός που μάλλον μαρτυρά πως ο Ρέμπραντ επιθυμούσε να ακολουθήσει ανάλογη θεματολογία. Οι ιστορικοί πίνακες, αποτελούσαν ένα από τα δυσκολότερα είδη ζωγραφικής, καθώς απαιτούσαν συνδυασμό γνώσεων και ικανότητα σε αρκετά είδη όπως η τοπιογραφία ή οι προσωπογραφίες και η ρεαλιστική αναπαράσταση των ανθρώπινων εκφράσεων και χειρονομιών. Αν και δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς μαθήτευσε στο εργαστήριο του Λάστμαν, τα πρώτα έργα του Ρέμπραντ, που χρονολογούνται το 1625-26, εμφανίζουν σημαντικές επιρροές από την τεχνοτροπία τού δασκάλου του και θεωρείται εξίσου πιθανό να φιλοτεχνήθηκαν στο Λέιντεν, μετά την επιστροφή του από το Άμστερνταμ, ή υπό την εποπτεία του Λάστμαν στο εργαστήριό του. O βιογράφος του Ρέμπραντ, Άρνολντ Χαουμπράκεν (1660-1719), αναφέρει επίσης ως δάσκαλό του τον Γιάκομπ Πάινας (Jakob Pynas) (π. 1585-1650).

Πρώιμα έργα και η περίοδος στο Λέιντεν

Τα πρώιμα έργα του Ρέμπραντ, που ολοκληρώθηκαν κατά την περίοδο της εκπαίδευσής του δίπλα στον Σβάνενμπουρχ, δεν διασώζονται εκτός από δύο πίνακες που τού αποδίδονται, χωρίς ωστόσο να μπορεί να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητά τους. Ο Λιθοβολισμός του αγίου Στεφάνου (1626, Λυών, Μουσείο Καλών Τεχνών) είναι το παλαιότερο σωζόμενο έργο του και φέρει στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση του Λάστμαν. Στο έργο Ο γάιδαρος του προφήτη Βαλαάμ (1626, Μουσείο Cognacq-Jay), ο Ρέμπραντ βασίστηκε σε μία ανάλογη σκηνή του Λάστμαν, αποδίδοντας όμως με ακόμη μεγαλύτερη εκφραστικότητα τις κινήσεις των μορφών. Στον πίνακα Η Βάφτιση του ευνούχου (1626, Catharijneconvent), που αναγνωρίστηκε ως έργο του Ρέμπραντ το 1976, χρησιμοποίησε επίσης μορφές και λεπτομέρειες από μία ή περισσότερες εκδοχές τού δασκάλου του, πάνω στο ίδιο θέμα. Όπως και με ένα ακόμη από τα πρώιμα έργα του, την Εκδίωξη των εμπόρων από το ναό (1626, Μουσείο Πούσκιν), o Ρέμπραντ προσπάθησε από νωρίς να διακριθεί ως «ιστορικός ζωγράφος», ασκούμενος στην έκφραση των προσώπων και των χειρονομιών, έτσι ώστε να αποδώσει πιστά τα ανθρώπινα «πάθη», δηλαδή την ψυχική κατάσταση και έκφραση των μορφών. Μία ριζική αλλαγή στο ύφος των έργων του παρατηρήθηκε στα τέλη του 1626 και αφορούσε στη χρήση του φωτός. Ο Ρέμπραντ επέλεξε να φωτίζει πολύ έντονα τις σημαντικές στιγμές της δράσης, πρακτική που ακολούθησε σχεδόν σε όλα τα μεταγενέστερα έργα του, αφήνοντας παράλληλα μεγάλο τμήμα του χώρου στη σκιά. Ακολουθώντας ανάλογη πορεία με τον Καραβάτζιο, ο Ρέμπραντ χρησιμοποίησε με δεξιοτεχνία τα στοιχεία του φωτισμού και των φωτοσκιάσεων, προκειμένου να δώσει έμφαση στη δραματικότητα των σκηνών, θυσιάζοντας συχνά πολλές λεπτομέρειες τής σύνθεσης. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της πρακτικής αποτέλεσαν θρησκευτικές και βιβλικές σκηνές που φιλοτέχνησε, όπως H Υπαπαντή (π. 1627, Hamburger Kunshalle) και η Συζήτηση σοφών (Πέτρος και Παύλος;) (1628, Εθνική Πινακοθήκη Βικτόρια). Στην Υπαπαντή, όπως και σε άλλα έργα, ο Ρέμπραντ απέδωσε με δραματικό τρόπο το φωτισμό, έτσι ώστε να αποτελεί ουσιαστικά συμπληρωματικό στοιχείο της δράσης. Η κατεύθυνση του φωτός δε συμφωνεί απαραίτητα με τον φυσικό φωτισμό της σκηνής. Υποθέτουμε πως το φως διέρχεται από ένα παράθυρο της στέγης του ναού, ενώ το σκοτάδι που κυριαρχεί στο χώρο αποκλείει την ύπαρξη άλλων παραθύρων.

 

2. Γιοχάνες Βερμέερ

Ο Γιοχάνες Βερμέερ, γνωστός και ως Γιαν Βερμέερ (η σωστή προφορά είναι Φερμέιρ)[8] (Johannes Vermeer, 31 Οκτωβρίου 163215 Δεκεμβρίου 1675), ήταν Ολλανδός ζωγράφος που ειδικεύτηκε στην απεικόνιση καθημερινών σκηνών από τη ζωή της μεσαίας τάξης. Έζησε και εργάστηκε στην περιοχή του Ντελφτ της Νότιας Ολλανδίας κατά τον 17ο αιώνα. Μαζί με τον Ρέμπραντ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της “Χρυσής εποχής” στην ολλανδική ζωγραφική (1584-1702).

Βιογραφία

Πολύ λίγες πληροφορίες είναι γνωστές για τη ζωή του Βερμέερ και οι περισσότερες από αυτές προέρχονται από επίσημα νομικά έγγραφα της εποχής. Σύμφωνα με μία παράδοση, βαφτίστηκε στην πόλη Ντελφτ στις 31 Οκτωβρίου 1632, δεύτερο παιδί του Ρεϊνιέρ Γιανζ (Reynier Jaynz) και της Ντίχνα Μπάλτενς (Digna Baltens)[9]. Ο πατέρας του εγκαταστάθηκε στο Ντελφτ περίπου το 1615 και εργάστηκε αρχικά ως έμπορος μεταξιού. Ο ίδιος ύφαινε ένα είδος σατέν υφάσματος που λεγόταν κάφφα [caffa]. Από τα μητρώα της Νέας Εκκλησίας (Nieuwe kerk) γνωρίζουμε ότι ήδη από το 1625 έφερε το όνομα Βερμέερ (Vermeer). Το 1641 έγινε ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου με το όνομα «Mechelen», στους πελάτες του οποίου συμπεριλαμβάνονταν μέλη της αστικής τάξης του Ντελφτ. Ο Ρεϊνιέρ είχε κοινωνικές επαφές με καλλιτέχνες της εποχής και ενδεχομένως το γεγονός αυτό να υπήρξε καθοριστικό στην ενασχόληση του γιου του με τη ζωγραφική.

Τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με την εκπαίδευση του Γιοχάνες Βερμέερ. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1653 έγινε μέλος της συντεχνίας ζωγράφων του Αγίου Λουκά,[9] στην οποία ανήκαν επίσης υαλοκατασκευαστές, έμποροι έργων τέχνης καθώς και κατασκευαστές ή πωλητές κεντημάτων και πορσελάνης. Προϋπόθεση για να γίνει κάποιος δεκτός στη συντεχνία ήταν να έχει εκπαιδευτεί για τουλάχιστον έξι χρόνια κοντά σε έναν αναγνωρισμένο από την ίδια τη συντεχνία καλλιτέχνη. Διάφορες υποθέσεις έχουν γίνει σχετικά με το ποιος ήταν ο δάσκαλος του και έχουν προταθεί οι ζωγράφοι Λέονερτ Μπράμερ (1594-1674) και Κάρελ Φαμπρίτιους (1622-1654)[9]. Ο τελευταίος υπήρξε επίσης μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά από το 1672 αλλά και μαθητής του Ρέμπραντ.

Στις 20 Απριλίου 1653, ο Βερμέερ νυμφεύτηκε την Catharina Bolnes, κόρη εύπορης οικογένειας. Απέκτησαν συνολικά 14 παιδιά, από τα οποία τα 4 πέθαναν σε πολύ νεαρή ηλικία. Έχει υποστηριχθεί πως, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο γάμος αυτός, ασπάστηκε το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, αν και καλβινιστής ο ίδιος, ωστόσο δεν υπάρχουν γραπτές αποδείξεις που να το υποστηρίζουν. Αρχικά έζησαν στο πανδοχείο «Mechelen» ενώ αργότερα μετακόμισαν στο Άουντε Λάνχενταϊκ (Oude Langedijk), γνωστό και ως «συνοικία των παπιστών». Εικάζεται πως ο Βερμέερ συνέχισε να είναι ιδιοκτήτης του πανδοχείου ή πως παράλληλα με τη ζωγραφική ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου έργων τέχνης. O ίδιος ζωγράφιζε κατά μέσο όρο δύο πίνακες το χρόνο, πιθανότατα όχι τόσο για λόγους εμπορικής εκμετάλλευσης αλλά κυρίως για ανθρώπους που εκτιμούσαν τους πίνακές του. Εκτιμάται ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους ολοκλήρωσε συνολικά λίγα έργα. Ο Βερμέερ έχαιρε εκτίμησης ως καλλιτέχνης αλλά και ως ειδήμων σε ζητήματα τέχνης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το 1672 ταξίδεψε στη Χάγη, προκειμένου να πιστοποιήσει τη γνησιότητα μίας συλλογής έργων του Φρειδερίκου Γουλιέλμου, εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του πολέμου που ξέσπασε μεταξύ Ολλανδίας και Γαλλίας το 1672. Καθώς δεν μπορούσε να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του έπεσε σε κατάθλιψη και η σωματική του υγεία επιδεινώθηκε. Πέθανε το 1675 και γνωρίζουμε πως ετάφη στις 15 Δεκεμβρίου, στον οικογενειακό τάφο της Παλαιάς Εκκλησίας του Ντελφτ.

Το έργο του

Ο Βερμέερ διακρίνεται κυρίως ως ζωγράφος ρωπογραφιών, καθημερινών ρεαλιστικών σκηνών και ηθογραφιών. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό οι πίνακες του προσαρμόζονται στην κυρίαρχη τάση της ολλανδικής ηθογραφικής ζωγραφικής, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να καταδικάζονται η αμαρτία και τα ανθρώπινα πάθη, με απώτερο στόχο τη διαπαιδαγώγηση και την ανάδειξη της «ενάρετης» ζωής. Στην πλειονότητά τους, τα ηθογραφικά έργα του επιδιώκουν να διακωμωδήσουν τις αποκλίνουσες συμπεριφορές, ενώ ελάχιστα από αυτά παρουσιάζουν ένα πρότυπο προς μίμηση, όπως ο πίνακας Η Γαλατού (περ. 1658), ένας από τους διασημότερους πίνακες του, ο οποίος απεικονίζει μία υπηρέτρια να εκτελεί επιμελώς τα καθήκοντά της. Κατά κύριο λόγο επέλεγε να ζωγραφίσει νεαρές γυναίκες, συνήθως ως μέρος μίας ευρείας σύνθεσης αλλά και σε προσωπογραφίες. Οι πίνακες του διακρίνονται για την αυστηρή σύνθεση τους, τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις και τη χρήση του φωτός, για την οποία έχει υποστηριχθεί πως ο Βερμέερ χρησιμοποίησε σκοτεινό θάλαμο (camera obscura) για τη δημιουργία των περισσότερων πινάκων του.

Για τα δεδομένα της εποχής του ολοκλήρωσε πολύ μικρό αριθμό έργων, περίπου πενήντα από τα οποία τριάντα πέντε έχουν διασωθεί. Αν και το έργο του επαινέθηκε στη διάρκεια της ζωής του και κατά τον 18ο αιώνα, στη συνέχεια περιέπεσε στη λήθη. Η επανεκτίμηση του έργου του σχετίζεται με την εμφάνιση του κινήματος του ιμπρεσιονισμού. Το 1866 ο Γάλλος πολιτικός και κριτικός Theophile Bürger-Thoré (1806-1869), ο οποίος ενδιαφερόταν έντονα για την ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα, παρουσίασε ένα δοκίμιο στο οποίο συνδύασε τη θεωρία των ιμπρεσιονιστών για το χρώμα ως συνάρτηση του φωτός με την αρμονία των χρωμάτων στους πίνακες του Βερμέερ, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο ένα ευρύτερο πεδίο πρόσληψης και εκτίμησης του έργου του.

3. Βίνσεντ βαν Γκογκ

 

Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Βίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 185329 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ζωή και έργο

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα’ και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Έναστρη νύχτα (1889)

Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.[19]

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.

Φρανς Χαλς

Ο Φρανς Χαλς ο πρεσβύτερος (Frans Hals, 158226 Αυγούστου 1666) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της χρυσής ολλανδικής εποχής στη ζωγραφική. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις προσωπογραφίες του.

Βιογραφικό

Ο Χαλς γεννήθηκε το 1582 ή 1583 στην Αμβέρσα, γιος του εμπόρου υφασμάτων Φρανσουά Φραντς Χαλς φαν Μέχελεν (Franchois Fransz Hals van Mechelen, περ. 1542 – 1610) και της δεύτερης συζύγου του Αντριέντιε φαν Χέερτενραϊκ (Adriaentje van Geertenryck).[9][10]

Όπως συνέβη με πολλές οικογένειες, ύστερα από την πτώση της Αμβέρσας (1584-1585) η οικογένεια Χαλς εγκατέλειψε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στο Χάαρλεμ, όπου ο ζωγράφος έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Χαλς εκπαιδεύτηκε από τον Κάρελ φαν Μάντερ, επίσης Φλαμανδό φυγάδα,[11] του οποίου, όμως, η μανιεριστική τεχνοτροπία είναι ελάχιστα ορατή στο έργο του Χαλς.

Το 1610 ο Χαλς γίνεται μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά του Χάαρλεμ και άρχισε να κερδίζει χρήματα εργαζόμενος στην αποκατάσταση έργων τέχνης για λογαριασμό του δημοτικού συμβουλίου. Είχε ως αντικείμενο τη μεγάλη συλλογή έργων τέχνης, την οποία ο φαν Μάντερ είχε περιγράψει στο βιβλίο του Het Schilderboeck (το βιβλίο των ζωγράφων) του οποίου η πρώτη έκδοση έγινε στο Χάαρλεμ το 1604. Τα πλέον αξιοσημείωτα έργα της συλλογής ήταν οι δημιουργίες των Χέρτχεν τοτ Σιντ Γιανς, Γιαν φαν Σκόρελ και Γιαν Μόστερτ, τα οποία βρίσκονταν αναρτημένα στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη (St. Janskerk) του Χάαρλεμ. Οι εργασίες αποκατάστασης γίνονταν δαπάναις της πόλης του Χάαρλεμ, καθώς όλα τα “καθολικά” έργα τέχνης είχαν κατασχεθεί ύστερα από τη συνθήκη για το Χάαρλεμ (Satisfactie van Haarlem, 1577), που είχε ακυρωθεί το 1578 και έδινε στους Καθολικούς ίδια δικαιώματα με τους Διαμαρτυρομένους. Ωστόσο, το σύνολο της συλλογής δεν ήταν τυπικά στην κατοχή του δημοτικού συμβουλίου ως το 1625, αφού τα μέλη του συμβουλίου αποφάσισαν ποια έργα ήταν κατάλληλα για το Δημαρχείο. Τα υπόλοιπα έργα θεωρήθηκαν “πολύ Ρωμαιοκαθολικά” και πωλήθηκαν στον Κορνέλις Κλάες φαν Βιέρινγκεν (Cornelis Claesz van Wieringen), μέλος της Συντεχνίας, υπό τον όρο ότι θα τα απομάκρυνε από την πόλη. Σε αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο άρχισε ο Χαλς τη σταδιοδρομία του στη δημιουργία πορτρέτων, καθώς η αγορά πινάκων με θρησκευτικά θέματα ήταν πλέον ανύπαρκτη.

Το παλαιότερο γνωστό δείγμα της τέχνης του Χαλς είναι το πορτρέτο του καθολικού πάστορα Γιάκομπους Ζάφφιους (Jacobus Zaffius) του 1611. Η “υπέρβασή” του πραγματοποιήθηκε με το, σε πραγματικό μέγεθος, ομαδικό πορτρέτο “Το συμπόσιο των αξιωματικών του λόχου της φρουράς του Αγίου Γεωργίου” του 1616. Το πλέον διάσημο πορτρέτο του είναι αυτό του Καρτέσιου, το οποίο δημιούργησε το 1649.

Ο Χαλς νυμφεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Άννεκε Χαρμενσντόχτερ γύρω στα 1610. Ο Χαλς ήταν καθολικός εκ γενετής, κι έτσι ο γάμος τους καταγράφεται στο Δημαρχείο και όχι στην εκκλησία.[12] Δυστυχώς η ακριβής ημερομηνία είναι άγνωστη, καθώς τα παλαιότερα αρχεία καταγραφής γάμων της πόλης του Χάαρλεμ, προ του 1688, δεν έχουν διασωθεί.[12] Η Άννεκε είχε γεννηθεί στις 2 Ιανουαρίου 1590 και ήταν θυγατέρα του λευκαντή Χάρμεν Ντίρικς (Harmen Dircksz) και της Πήτερτιε Κλάεσντρ Γκάιμπλαντ (Pietertje Claesdr Ghijblant) και ο παππούς της από την πλευρά της μητέρας της, παραγωγός ασπρορούχων, Κλάες Γκάιμπλαντ που διέμενε στο κτίριο της οδού Spaarne 42 (σήμερα διατηρητέο) κληροδότησε στο ζευγάρι τον τάφο στην εκκλησία του Αγίου Μπάβο, όπου σήμερα είναι θαμμένοι και οι δύο, αν και ο Φρανς ακολούθησε τη σύζυγό του 40 χρόνια αργότερα.[12] Η Άννεκε απεβίωσε το 1615, λίγο μετά τη γέννηση του τρίτου τους παιδιού. Από τα τρία αυτά παιδιά, ο Χάρμεν επιβίωσε μετά την παιδική ηλικία, ενώ ένα πέθανε πριν τον δεύτερο γάμο του Χαλς.[12]

Όπως έχει καταδείξει ο βιογράφος Σέιμουρ Σλάιβ (Seymour Slive), οι παλαιότερες ιστορίες σχετικά με την κακομεταχείριση της συζύγου του από τον Χαλς δεν αφορούσαν τον ίδιο, αλλά άλλον κάτοικο του Xάαρλεμ με το ίδιο όνομα. Πράγματι, όταν αναφέρθηκαν αυτές οι κατηγορίες, ο ζωγράφος δεν είχε πλέον σύζυγο, καθώς η Άννεκε είχε αποβιώσει τον Μάιο του 1615.[13] Ομοίως, οι ιστορικές αναφορές σχετικά με τη ροπή του Χαλς στο ποτό είναι βασισμένες σε υπό τύπον ανεκδότου αναφορές των πρώιμων βιογράφων του, κατά κύριο λόγο του Άρνολντ Χαουμπράκεν, χωρίς άμεση μαρτυρία από ανάλογη τεκμηρίωση. Αφού έχασε την πρώτη του σύζυγο, ο Χαλς προσέλαβε τη νεαρή θυγατέρα ενός ιχθυοπώλη για να φροντίζει τα παιδιά του και, το 1617, νυμφεύτηκε την Λάισμπετ Ράινιερς (Lysbeth Reyniers). Ο γάμος έγινε στο Σπάαρνταμ, ένα μικρό χωριό στα περίχωρα του Χάαρλεμ, καθώς αυτή ήταν ήδη οκτώ μηνών έγκυος. Ο Χαλς ήταν αφοσιωμένος πατέρας και απέκτησαν, με τη δεύτερη σύζυγό του, συνολικά οκτώ παιδιά.[14]

Οι σύγχρονοί του καλλιτέχνες, όπως ο Ρέμπραντ μετακόμιζαν ανάλογα με τις ιδιοτροπίες των πατρόνων τους, αλλά ο Χαλς παρέμεινε στο Χάαρλεμ και επέμενε ότι οι πελάτες του όφειλαν να έρχονται σε αυτόν. Σύμφωνα με τα αρχεία του Χάαρλεμ, ο πίνακας με το ομαδικό πορτρέτο του λόχου της πολιτοφυλακής (schutterstuk), που ξεκίνησε ο Χαλς στο Άμστερνταμ, ολοκληρώθηκε από τον Πίτερ Κόντε (Pieter Codde) καθώς ο Χαλς αρνήθηκε να ζωγραφίσει στο Άμστερνταμ επιμένοντας τα απεικονιζόμενα μέλη να μετακινηθούν στο Χάαρλεμ για να ποζάρουν για το πορτρέτο τους. Για το λόγο αυτό μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι όλοι οι απεικονιζόμενοι είτε ήταν κάτοικοι του Χάαρλεμ είτε το επισκέφθηκαν όταν έγινε το πορτρέτο τους.

Τα έργα του Χαλς είχαν μεγάλη ζήτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά έζησε τόσο που, σταδιακά, απομακρύνθηκε από τις εξελίξεις του ύφους και αντιμετώπισε οικονομικές δυσχέρειες. Εκτός από την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, συνέχισε, σε όλη του τη ζωή, να εργάζεται ως συντηρητής έργων τέχνης, έμπορος ειδών τέχνης και ειδικός επί της φορολόγησης καλλιτεχνικών αντικειμένων για το δημοτικό συμβούλιο. Οι πιστωτές του συχνά τον δίωξαν δικαστικά και αναγκάστηκε να πωλήσει τα υπάρχοντά του προκειμένου να ρυθμίσει τα χρέη του με έναν αρτοπώλη το 1652. Η απογραφή της κατασχεθείσης περιουσίας του αναφέρει τρία στρώματα και προσκέφαλα, μια ντουλάπα, ένα τραπέζι και πέντε πίνακες (δικοί του, των γιων του, του φαν Μάντερ και του Μάαρτεν φαν Χέιμσκερκ).[15] Καθώς έμεινε άπορος, του χορηγήθηκε ετήσια πρόσοδος 200 φιορινίων από το δημοτικό συμβούλιο το 1664.

Κατά τη διάρκεια του ογδοηκονταετούς πολέμου το ολλανδικό έθνος αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία του και ο Χαλς ήταν μέλος της τοπικής schutterij, δηλ. της τοπικής πολιτοφυλακής. Στον πίνακά του “Οι αξιωματικοί του λόχου της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου” (De Magere Compagnie) του 1639 τοποθετεί και τον εαυτό του, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο πλαίσιο του πίνακα, κατασκευής του 19ου αιώνα (αυτό δεν έχει γίνει δυνατό να επιβεβαιωθεί). Δεν ήταν διαδεδομένη συνήθεια στα κανονικά μέλη να γίνεται το πορτρέτο τους, καθώς αυτό το προνόμιο το κατείχαν οι αξιωματικοί. Ο Χαλς ζωγράφισε τον λόχο τρεις φορές. Ήταν, επίσης, μέλος του τοπικού επιμελητηρίου ρητορικής και το 1644 έγινε επικεφαλής της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά.

Ο Φρανς Χαλς απεβίωσε στο Χάαρλεμ το 166 και τάφηκε στον ναό του Αγίου Μπάβο (Sint-Bavokerk) της πόλης. Λάμβανε δημοτική σύνταξη, γεγονός ιδιαίτερα ασυνήθιστο για την εποχή αλλά δείγμα της υψηλής υπόληψης που έχαιρε στην πόλη. Μετά τον θάνατό του η χήρα του ζήτησε βοήθεια και εισήχθη στο τοπικό πτωχοκομείο, όπου αργότερα απεβίωσε.

Καλλιτεχνική σταδιοδρομία

Ο Χαλς είναι περισσότερο γνωστός για τα πορτρέτα του, κυρίως οικονομικά εύρωστων πολιτών, όπως οι Πίτερ φαν ντεν Μπρούκε και Ίσαακ Μάσσα, τους οποίους ζωγράφισε τρεις φορές. Ζωγράφισε, επίσης, μεγάλα ομαδικά πορτρέτα της τοπικής πολιτοφυλακής αλλά και των εφόρων των τοπικών νοσοκομείων. Ήταν ένας από τους ζωγράφους της χρυσής ολλανδικής εποχής, που επιδιδόταν στον ρεαλισμό αλλά με μια ριζικά ελεύθερη προσέγγιση. Οι εικόνες του ανακλούν την ποικιλία της διαστρωμάτωσης της κοινωνίας: Απεικονίζει συμπόσια και συναντήσεις αξιωματικών, μελών συντεχνιών, μέλη δημοτικού συμβουλίου από δημάρχους ως υπαλλήλους, πλανόδιοι μουσικοί και τραγουδιστές, καλοαναθρεμμένοι κύριοι, άξεστες γυναίκες και πρόσωπα της ταβέρνας. Στο ομαδικό πορτρέτο που προαναφέρθηκε, ο Χαλς προσεγγίζει κάθε χαρακτήρα με διαφορετικό τρόπο. Τα πρόσωπα δεν είναι εξιδανικευμένα και σαφώς ευδιάκριτα, ενώ οι προσωπικότητες τους αποκαλύπτονται μέσω μιας ποικιλίας από στάσεις και εκφράσεις του προσώπου.

Ο Χαλς ήταν λάτρης του φωτός της ημέρας και των ασημένιων αναλαμπών, ενώ ο Ρέμπραντ χρησιμοποιούσε εφέ χρυσών αναλαμπών βασισμένων σε τεχνητές αντιθέσεις χαμηλού φωτισμού και αμέτρητης κατήφειας. Ο Χαλς συνελάμβανε μια στιγμή της ζωής των μορφών του με σπάνια διαίσθηση. Αυτό που η φύση τού εμφάνιζε εκείνη τη στιγμή, αυτό ακριβώς αναπαρήγαγε τέλεια, με λεπτή κλίμακα χρωμάτων και με μαεστρία πάνω σε κάθε μορφή έκφρασης. Έγινε τόσο επιτήδειος στην απόδοση του ακριβούς τόνου, του φωτός και της σκιάς, ώστε να πετυχαίνει την αποτύπωση του μοντέλου του με λίγες και υγρές πινελιές. Έγινε δημοφιλής ζωγράφος πορτρέτων και ζωγράφιζε τους πλούσιους του Χάαρλεμ σε ειδικές περιστάσεις. Κέρδισε πολλές αναθέσεις για γαμήλια πορτρέτα (ο σύζυγος κατά παράδοση τοποθετείται στ’ αριστερά, η σύζυγος στα δεξιά). Τα δύο πορτρέτα των νεόνυμφων Olycan (ο σύζυγος ήταν γνωστός ζυθοποιός στο Χάαρλεμ) βρίσκονται πλάι-πλάι στο Mauritshuis, αλλά πολλά άλλα γαμήλια ζεύγη πορτρέτων έχουν διαχωριστεί και σπάνια εμφανίζονται μαζί.

5. Πίτερ Κλες

Ο Πίτερ Κλες (φλαμανδικά: Pieter Claesz, περ. 1597 – 1 Ιανουαρίου 1660 ) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος νεκρών φύσεων, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην Ολλανδία κατά την περίοδο της ολλανδικής Χρυσής Εποχής.

Βιογραφία

Ο Κλες γεννήθηκε στο Μπέρχεμ του σημερινού Βελγίου, κοντά στην Αμβέρσα. Το 1620 έγινε μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης, αλλά το 1621 μετοίκησε στο Χάαρλεμ, όπου γεννήθηκε ο γιος του, ο επίσης ζωγράφος Νικολάες Πίτερσον Μπέρχεμ.[5] Αυτός και ο Βίλλεμ Κλέσον Χέντα, ο οποίος επίσης εργαζόταν στο Χάαρλεμ, ήταν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του είδους ζωγραφικής που αποκλήθηκε “ontbijt” (απεικόνιση σκευών δείπνου). Χρησιμοποιούσαν ήπιες, σχεδόν μονοχρωματικές παλέτες, με τον λεπτό χειρισμό του φωτισμού και των υφών να αποτελούν το κύριο μέσο έκφρασης. Ο Κλες εν γένει επέλεγε αντικείμενα πιο καθημερινής χρήσης σε σχέση με τον Χέντα, αν και τα κατοπινά του έργα έγιναν περισσότερο πολύχρωμα και διακοσμητικά. Οι νεκρές φύσεις του Κλες συνήθως εξυπηρετούν αλληγορικούς σκοπούς, με τα απεικονιζόμενα κρανία να υπενθυμίζουν το θνητό του ανθρώπου. Ορισμένες συνθέσεις του ανήκουν ειδικότερα στο είδος των βάνιτας (vanitas), δηλαδή σε εκείνες τις αλληγορικές νεκρές φύσεις που συμβολίζουν τη ματαιότητα των επίγειων απολαύσεων.

Κληρονομιά

Ο Κλες καταγράφεται στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά του Χάαρλεμ ως δάσκαλος του γιου του, Νικολάες Μπέρχεμ, το 1634 αλλά ο Νικολάες προτιμούσε να ζωγραφίζει τοπία αντί για νεκρές φύσεις και αργότερα, μετά από κάποιο ταξίδι, επέδειξε ταλέντο στη μουσική. Ο Κλες είχε, εκτός από τον γιο του, μαθητές τους Έφερτ φαν Ελστ, Φλόρις φαν Ντάικ, Κρίστιαν Μπέρεντζ, Φλόρις φαν Σχόοτεν και Γιαν Γιανς Τρεκ.

 

Πηγή : wikipedia

Share this post

PinIt
submit to reddit

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

scroll to top