Οι ωοθηκικές κύστεις είναι ένα από τα συχνότερα γυναικολογικά προβλήματα. Αφορά όλες τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και κατ’επέκταση και τις έφηβες.
Συνήθως αποτελούν τυχαίο εύρημα. Όταν προκαλούν συμπτώματα, υπάρχει
πόνος, αίσθηση βάρους ή πίεσης στην κοιλιά, ή/και αιμορραγία. Ο πόνος ποικίλει σε ένταση.
Συχνά εμφανίζεται κατά τη σεξουαλική επαφή ή την έντονη σωματική άσκηση.
Επίσης, είναι συχνές και οι διαταραχές στη συχνότητα εμφάνισης της περιόδου ή και στην ποσότητα του αίματος.
Για να θεωρηθεί κύστη, πρέπει το μόρφωμα να έχει μέση διάμετρος μεγαλύτερη από 15mm. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτές είναι *απλές κύστεις.* Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ωοθυλάκια που δεν μπόρεσαν τελικά να «σπάσουν».
Άλλες καλοήθεις κύστες ωοθηκών είναι:
Α) Τα ενδομητριώματα, επίσης γνωστά ως «σοκολατοειδείς κύστεις» (επειδή περιέχουν παλαιό αίμα), που προκαλούνται από την παρουσία ενδομητρικού ιστού εκτός μήτρας και πιο συγκεκριμένα πάνω στην ωοθήκη. Συνήθως εμφανίζονται στις ενήλικες, αλλά υπάρχει περίπτωση να εμφανιστούν και σε νεαρές ηλικίες.
Β) Οι αιμορραγικές κύστεις εμφανίζονται όταν συγκεντρώνεται μέσα σε αυτές αίμα, από κάποιο μικρό αγγείο, που σπάει στο τοίχωμα της κύστης. Οι περισσότερες απορροφώνται μόνες τους, χωρίς να χρειαστούν χειρουργείο. Χειρουργική αντιμετώπιση χρειάζονται αυτές που αυξάνουνπολύ σε μέγεθος ή όταν αυτές σπάσουν και το αίμα «χύνεται» μέσα στην κοιλιά, προκαλώντας έντονο πόνο.
Γ) Οι δερμοειδείς κύστεις αποτελούν περίπου το 20% όλων των ωοθηκικών βλαβών. Είναι καλοήθης, με μέγεθος περίπου 5-15 cm. Οι κύστες αυτές πρέπει να αφαιρούνται, καθώς υπάρχει πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής περίπου 2%.
Η διαγνωστική προσέγγιση αρχίζει με την κλινική εξέταση, που παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Το διακολπικό υπερηχογράφημα και το έγχρωμο Doppler αποτελούν τηναπεικονιστική μέθοδο πρώτης γραμμής. Σπανιότερα, μπορεί να χρησιμοποιηθούν η μαγνητική (MRI) ή/και η υπολογιστική τομογραφία. Οι καρκινικοί δείκτες (εργαστηριακές εξετάσεις αίματος), έχουν πολύ μικρή συμβολή στη διάγνωση.
Η αντιμετώπιση των κύστεων ωοθήκης περιλαμβάνει την παρακολούθηση, τη φαρμακευτική θεραπεία και τη χειρουργική αντιμετώπιση. Ο τρόπος αντιμετώπισης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Οι σημαντικότεροι παράγοντες περιλαμβάνουν το μέγεθος, τον τύπο της κύστης και την ηλικία της γυναίκας. Σημαντικό ρόλο παίζει και το εάν η γυναίκα έχει ολοκληρώσει ή όχι τον αναπαραγωγικό της προγραμματισμό.
Σε νεαρές γυναίκες με λειτουργικές κύστεις ωοθηκών, χωρίς συμπτώματα, είναι αρκετή η απλή παρακολούθηση. Δεν χρειάζεται άλλη θεραπευτική παρέμβαση. Τα αντισυλληπτικά χάπια χρησιμοποιούνται από πολλούς ιατρούς, ακόμα και σήμερα, αλλά δεν φαίνεται να προσφέρουν κάτι σημαντικό. Είναι όμως σίγουρο ότι τα αντισυλληπτικά χάπια προστατεύουν από την εμφάνιση νέων λειτουργικών κυστών ωοθήκης.
Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι αναγκαία όταν:
οι κύστεις δεν υποχωρούν
προκαλούν συμπτώματα
είναι ύποπτες για κακοήθεια.